Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Το παπάκι πάει...

 Στο πλαίσιο υλοποίησης των Εργαστηρίων Δεξιοτήτων για την θεματική ενότητα 'Ζω Καλύτερα-Ευ Ζειν", υλοποιούμε στο σχολείο μας το πρόγραμμα Αγωγής Υγείας "Το παπάκι πάει...".

Το πρόγραμμα δημιουργήθηκε από το ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ και αφορά στην πρόληψη και ενημέρωση των παιδιών σχετικά με το πως να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε περίπτωση που «χάσουν το χέρι της μαμάς/μπαμπά/φροντιστή» στο δρόμο, σε κάποιο πολυκατάστημα, στην παραλία ή αλλού.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΘΟΥΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

1.       Μένουμε σταθεροί στη θέση μας (καθώς οι γονείς μετακινούνται συνεχώς για να βρουν το παιδί, διευκολύνεται η διαδικασία εύρεσης τους όταν μένουν σταθερά σε ένα σημείο)

2.       Φωνάζουμε…και ζητάμε βοήθεια από πολλούς και όχι ένα άτομο (για να μειωθεί ο κίνδυνος βλάβης του παιδιού από κάποιον ξένο θα πρέπει να ζητήσει βοήθεια από πολλούς ταυτόχρονα. Για να το πετύχει φωνάζει και μαζεύεται πολύς κόσμος)

3.       Έχουν δικαίωμα να λένε όχι αν κάτι τα ενοχλεί και τα τρομάζει.

4.       Οι αστυνόμοι βοηθάνε τα παιδιά, δεν τα πάνε φυλακή (καθώς στο πλαίσιο διαπαιδαγώγησης τα παιδιά ακούνε συχνά την φράση «κάτσε καλά γιατί ο αστυνόμος θα σε πάει φυλακή», στόχος είναι να απενοχοποιηθεί η έννοια του αστυνόμου, καθώς σε περίπτωση εξαφάνισης μπορεί να χρειαστεί να συνεργαστεί μαζί του).


Ξεκινώντας τα εργαστήρια, είπαμε στα παιδιά πως ένα παιδάκι και ένα παπάκι έχασαν την μαμά τους κι εμείς τις επόμενες μέρες θα τους βοηθήσουμε να την βρουν. Στο παιχνίδι αυτό, το κάθε παιδί θα έχει μια κούκλα-βοηθό, την οποία και κατασκευάσαμε από χάρτινο ρολό:





Την επόμενη μέρα αφηγηθήκαμε στα παιδιά την ιστορία "Ο δρόμος για το σπίτι". Μέσα από την αφήγηση καλούνται οι μαθητές/τριες να κατανοήσουν βασικά μηνύματα σε περίπτωση που κάποιο παιδί βρεθεί στη θέση να έχει χάσει την μαμά, τον μπαμπά, ή τον άνθρωπο που τον/την επιβλέπει και  αποκτούν γνώσεις, οι οποίες αν και δουλεύονται σε έναν υποθετικό κόσμο, θα μπορέσουν να ανακληθούν και να εφαρμοστούν σε αντίστοιχες περιπτώσεις. 

Τα παιδιά χρησιμοποιώντας την προσωπική τους κούκλα-βοηθό, μετά την αφήγηση της ιστορίας συμμετείχαν σε συζήτηση στην τάξη και στο τέλος ζωγράφισαν ότι τους έκανε εντύπωση από την ιστορία.

 






Την ιστορία "Ο δρόμος για το σπίτι" μπορείτε να την διαβάσετε παρακάτω:

Ο Αλέξανδρος είναι ένα παιδί που ακούει τις συμβουλές των γονιών του και προσπαθεί κάθε μέρα να τις καταλάβει και να τις ακολουθεί γιατί αισθάνεται ωραία με αυτό.

Μια μέρα ο Αλέξανδρος πήγε με τη μητέρα του/πατέρα του/ενήλικα στη λαϊκή……..

«Εδώ τα καλά μήλα, εδώ τα καλά πορτοκάλια» φώναζε ένας κύριος  πίσω από το πάγκο του.

Μαμά:

 « Έλα Αλεξανδράκο μου να πάρουμε πορτοκάλια να σου κάνω φυσικό χυμό να πιεις» είπε η μαμά τραβώντας τον Αλέξανδρο προς τον πάγκο.

 Αφηγητής :

H μαμά διάλεγε πορτοκάλια και μιλούσε με τον άνθρωπο και ο Αλέξανδρος κοιτούσε τριγύρω του. Kάποια στιγμή πέφτει το μάτι του στον πάγκο με τα παιχνίδια. Εκείνο το καφετί μαϊμουδάκι  που κρατάει 2 πιάτα (αυτά που έχουν και στα ντραμς) και κάθε τόσο τα χτυπάει  είναι πραγματικά πολύ αστείο. Ντόινγκ , ντόινγκ, ντόινγκ!

«Πω πω» σκέφτηκε « φοβερό είναι» και έτσι όπως το κοίταζε, άφησε το χέρι της μαμάς του.

Μαμά:

«Κοντά μου Αλέξανδρε» είπε κατευθείαν η μαμά που τρόμαξε που της άφησε το χέρι.

Αλέξανδρος:

«Ναι μαμά» είπε ο Αλέξανδρος .

Αφηγητής:

Ο κύριος που πουλούσε τα παιχνίδια του χαμογελούσε… εκείνος τον κοίταξε αλλά δεν έκανε κάτι. Η μαϊμού είχε πολλή πλάκα!

«Θα μου το πάρει η μαμά οπωσδήποτε» και γυρίζει να της το πει.

Όμως δεν την βλέπει. Που είναι; Ο κόσμος φαίνεται πιο πολύς τώρα και ο Αλέξανδρος αρχίζει να φοβάται.

Πού να είναι η μαμά;

Δεν μιλάει και αρχίζει και περπατάει γρήγορα μέσα στα στενά, για να την βρει.

Ούτε εδώ, ούτε εδώ.  Μα που είναι τέλος πάντων;

Και τότε συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει που βρίσκεται. Ο κόσμος περπατάει γρήγορα και τον σπρώχνει συνέχεια. Κανείς όμως  δεν του δίνει σημασία.

Φοβάται πολύ.

Πήγε σε μια γωνιά και άρχισε να κλαίει.

Τότε τον πλησίασε μια κυρία  με κόκκινα μαλλιά και μ’ ένα αστείο πράσινο καπέλο. Ήταν λίγο περίεργη αλλά σκέφτηκε ότι ίσως τον βοηθούσε.

Άγνωστη κυρία:

« Τι έχεις μικρούλι; Γιατί κλαίς;»

«Αλέξανδρος:

«Έχασα τη μαμά μου»

Άγνωστη κυρία:

«Μην στενοχωριέσαι» ,εγώ τη ξέρω τη μαμά σου, είμαστε φίλες. Θα έρθεις σπίτι μου και θα την περιμένουμε να έρθει να σε πάρει. Έλα σήκω να πάμε».

Αφηγητής:

Η κυρία είχε κάτι πάνω της, μια σιγουριά και ήξερε και τη μαμά.  Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ φοβισμένος και μπερδεμένος ταυτόχρονα. Σηκώθηκε και έπιασε το χέρι της που του το είχε απλώσει. 

«Θα πάω με τη φίλη της μαμάς μου» σκέφτηκε. «όμως ποια φίλη; Δεν την έχω δει ποτέ στο σπίτι»

Αλέξανδρος:

«Κυρία.. πως σας λένε;»

Άγνωστη κυρία:

«ΕΕΕ.. Στρατούλα » του είπε αλλά του έσφιξε δυνατά το χέρι και  τον τράβαγε με δύναμη.

Αφηγητής

Ο φόβος έγινε πιο μεγάλος τώρα… δεν ήξερε καμία Στρατούλα και σίγουρα θα θυμόταν αυτό το όνομα.  Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να σταματήσει αλλά εκείνη τον τράβηξε με δύναμη.

Θυμήθηκε τότε  μια συμβουλή της μαμάς και του μπαμπά που του την έλεγαν συχνά «ΔΕΝ ΜΙΛΑΜΕ ΠΟΤΕ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ».

Ο Αλέξανδρος αντιστάθηκε και άρχισε να φωνάζει

 

Αλέξανδρός:

«Άφησε με, άφησε με, δεν θέλω να έρθω μαζί σου! και προσπαθούσε με το άλλο του χέρι να ελευθερώσει το χέρι που του κρατούσε η κυρία.

Αφηγητής:

«Τι γίνεται εκεί;» τι συμβαίνει

Και ενώ πριν κανείς δεν τον κοίταγε τώρα όλοι είχαν σταματήσει και τον κοιτούσαν. Κάποιοι πιο θυμωμένοι φώναζαν σε αυτή την κυρία η οποία του άφησε το χέρι και προσπαθούσε να φύγει. Πήγαν να τον πλησιάσουν κάνα δυο άνθρωποι αλλά ο Αλέξανδρος άρχισε να τρέχει γρήγορα….

Ντρεπόταν  πολύ . Έτρεχε, έτρεχε και πήγε κάπου και κρύφτηκε.

Και τώρα τι θα κάνει ο Αλέξανδρος;;; είναι μόνος του και φοβάται.

 Αλέξανδρος:

«Δεν έπρεπε να είχε αφήσει ποτέ το χέρι της μαμάς του».

«Πως θα την βρω την μαμά μου;

Πρέπει να σκεφτώ που μπορεί να είναι.

ΑΑΑ σκέφτηκε…μα βέβαια…. θα με ψάχνει και εκείνη, οπότε θα πάω στο τελευταίο σημείο που με είδε… στο μαϊμουδάκι»

Σηκώθηκε από εκεί που καθόταν και άρχισε να περπατάει. Σκεφτόταν ποιο δρόμο είχε πάρει… όλοι όμως ήταν τόσο ίδιοι.

Και να …. εκεί που περπατούσε … ο πάγκος με τα παιχνίδια!!! Ο Αλέξανδρος χάρηκε. Θα περιμένω εκεί μέχρι να με βρει η μαμά. Πλησίασε και έψαξε να βρει το μαϊμουδάκι… δεν ήταν εκεί. Σήκωσε τα μάτια και είδε τον κύριο που πουλούσε τα παιχνίδια … δεν ήταν ο κύριος που του χαμογελούσε. «Και τώρα τι κάνουμε;» Σκέφτηκε

Ο Αλέξανδρος ήταν πια χαμένος. Έπρεπε  όμως να  κάνει κάτι..

Θα μιλήσω σε κάποιον σκέφτηκε… ναι αλλά η μαμά και ο μπαμπάς λέει δεν μιλάμε σε αγνώστους. Και τότε πέρασε ένας αστυνομικός…. Ο Αλέξανδρος σκέφτηκε «οι αστυνομικοί πάνε τον κόσμο φυλακή και αν με δει μόνο μου  θα με πάει φυλακή». Πήγε λίγο πιο πέρα για να μην το δει ο αστυνομικός. «Πρέπει όμως κάπου να μιλήσω… και αν όμως αυτός που μιλήσω είναι κακός και με πάρει μακριά, ακόμη πιο μακριά; Τι να κάνω;;;; Αχ γιατί ν’ αφήσω το χέρι της μαμάς μου.

Και να … εκείνη την στιγμή είδε μια κυρία με 2 παιδάκια στο χέρι της. Το ένα παιδάκι το ξέρει. Είναι στο ίδιο σχολείο. Δεν είναι φίλοι, είναι πιο μικρός, αλλά τον ξέρει.

Αλέξανδρος:

«Κυρία;»

«Ορίστε αγόρι μου;;;»

«Να ξέρετε έχασα τη μαμά μου… δεν ξέρω που είναι…» και άρχισε να κλαίει γοερά.

Κυρία με 2 παιδιά: Εκείνη τον χάιδεψε – τρομαγμένη βέβαια – και του είπε «… ηρέμησε παιδί μου, θα την βρούμε τη μαμά…»

«Θυμάσαι που μένεις;»

Αλέξανδρος:«Στο σπίτι μου» απάντησε

Κυρία:«Διεύθυνση θυμάσαι;»

Αλέξανδρος «Όχι» της είπε ο Αλέξανδρος… «έπρεπε να το ήξερα αυτό. Και μου το ‘χανε πει όλοι»

Κυρίας:«Το τηλέφωνο της μαμάς; Το θυμάσαι;»

Αλέξανδρος «Όχι» απάντησε και πάλι… κάτι θυμόταν αλλά να φοβόταν τόσο πολύ τώρα που δεν θυμόταν όλους τους αριθμούς.

Κυρία:«Ξέρεις τι θα κάνουμε;;;» του είπε

«Θα μας βοηθήσει ο αστυνομικός»

Αλέξανδρος«Όχι όχι ο αστυνομικός» θα με πάει φυλακή!

Κυρία: Ηρέμησε καλό μου, οι αστυνομικοί αγόρι μου, βοηθάνε τα παιδιά, δεν τα πάνε φυλακή. Φυλακή πάνε οι άνθρωποι που έχουν κάνει κάτι κακό, που έχουν κάνει κακό σε άλλους ανθρώπους. Εσύ δεν έκανες τίποτα κακό».

Αλέξανδρος:«Έκανα… άφησα το χέρι της μαμάς»

Κυρία:«Βέβαια… αλλά δεν έβλαψες κανένα. ήταν ατύχημα, δεν ήταν κακή πράξη».

Και έτσι πήγαν στον αστυνομικό…. Και τότε συνέβη κάτι μαγικό. Μόλις του είπαν τι έχει συμβεί ο αστυνομικός είπε …

Αστυνομικός:«Έλα βρε Αλέξανδρε, που είσαι τόσες ώρες;;;; η μαμά σου σε ψάχνει παντού!!! Ξέρω που είναι, έλα να σε πάω»

Ο Αλέξανδρος έπιασε το χέρι του αστυνομικού και τον ακολουθούσε… και πίσω του το παιδί από το σχολείο με τη μαμά του.

Για ένα περίεργο λόγο ο Αλέξανδρος δεν φοβόταν τώρα….

Αστυνομικός: Που ήσουν τελικά Αλέξανδρε; Τι έγινε; ρώτησε ο αστυνομικός και ο ήρωας μας άρχισε να του λέει τι έχει συμβεί

Και τότε ο αστυνομικός του είπε:

«Όταν φοβόμαστε κάνουμε πράγματα που μετά μπορεί να είναι λάθος. Δεν πειράζει όμως. Έτσι κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Εσύ θα πρέπει να θυμάσαι ότι έτσι όπως έτρεχες μέσα στη λαϊκή δεν μπορούσαμε να σε βρούμε γιατί έφευγες από το σημείο που ερχόμασταν να σε βρούμε εμείς. Θα μένεις σταθερός εκεί που είσαι και όπως πολύ σωστά έκανες δεν θα μιλάς σε κανένα άγνωστο. Θα μάθεις όμως το τηλέφωνο του σπιτιού σου και αν σου ξανασυμβεί ποτέ – που είμαι σίγουρος ότι δεν θα ξανασυμβεί, αλλά να άνθρωποι είμαστε- θα πας σε ένα αστυνομικό και θα του πεις την διεύθυνση σου ή το τηλέφωνο σου.

Η αν το πάθεις σε κάποιο κατάστημα ή στο λούνα παρκ, θα πας σε έναν υπάλληλο για να το πεις; Εντάξει Αλέξανδρε;»

Και αν σου συμβεί στο δρόμο συνέχισε ο αστυνομικός πάλι μπορείς να πάρεις από ένα καρτοτηλέφωνο το 100 ή το 116000 που εκεί είναι άνθρωποι που θα σε βοηθήσουν.

«Το 100 το γνωρίζω, τι είναι όμως  το 116000 ;» ρώτησε ο Αλέξανδρος

«Το 11600 είναι το Χαμόγελο του Παιδιού… εκεί πάντα υπάρχουν άνθρωποι που ότι και να πάθεις, ότι και να σου συμβεί θα σε βοηθήσουν. Και μπορείς να πάρεις τηλέφωνο οποιαδήποτε στιγμή και χωρίς να έχεις λεφτά ή κάρτα. Απλά θα σηκώσεις το ακουστικό από το καρτοτηλέφωνο και θα πατήσεις 116000. Θα ακούσεις παιδικά τραγουδάκια και μετά θα το σηκώσει κάποιος και εσύ μπορείς να του πεις τι σου έχει συμβεί χωρίς να ντρέπεσαι ή να φοβάσαι…»

Αλέξανδρος: 116000 ,116000 ,116000 , Αλέξανδρος επαναλάμβανε από μέσα του για να μην το ξεχάσει.

«Τι ανόητος, οι αστυνομικοί δεν είναι για να πηγαίνουν τον κόσμο φυλακή είναι για να βοηθάνε τον κόσμο. Άδικα τους φοβόμουν τόσο καιρό!

Και τότε ακούστηκε μια φωνή «παιδί μου»  και χιλιάδες φιλιά βρέθηκαν στο πρόσωπο του Αλέξανδρου. Ήταν η μαμά του!

Μαμά:«Γιατί με άφησες καλό μου; …………………..«Είσαι καλά; Να σε δω» είπε η μαμά και τον κοίταγε λες και ήταν η πρώτη φορά. Ξέρεις τι πρέπει τώρα να κάνεις αν ξανασυμβεί αυτό το τόσο δύσκολο πράγμα. Τώρα πέρασε, ηρέμησε….»

Μαμά: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ»  είπε η μαμά του Αλέξανδρου στην κυρία και στον αστυνομικό.

«Τι έγινε  Αλέξανδρέ μου; Πού ήσουν;» ρώτησε η μαμά

Και ο Αλέξανδρος σκέφτηκε όλα αυτά που έγιναν. Και τι να έγινε άραγε η κυρία που πήγε να τον πάρει….

Αλέξανδρος:«Θα σου πω μαμά, θα σου πω… πάμε σπίτι και θα σου πω»

Τέλος